ασυγύριστος

ασυγύριστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν είναι συγυρισμένος, ατακτοποίητος, απεριποίητος: Είσαι πια κοπέλα και δεν μπορείς να γυρίζεις ασυγύριστη. Ουσ. ασυγυρισιά, η ακαταστασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασυγύριστος — η, ο ατακτοποίητος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek

  • άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …   Dictionary of Greek

  • άφτιαχτος — και γος και στος και άφκιαγος, η, ο 1. αυτός που δεν φτιάχτηκε ή που δεν μπορεί να φτιαχτεί, ακατασκεύαστος, ανεκτέλεστος 2. ακαλλώπιστος, ασυγύριστος …   Dictionary of Greek

  • αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • ανορδίνιαστος — η, ο (Μ ἀνορδίνιαστος, ον) [ορδινιάζω] 1. ατακτοποίητος, ασυγύριστος 2. ανέτοιμος για μάχη …   Dictionary of Greek

  • απεριποίητος — η, ο (AM ἀπεριποίητος, ον) 1. (για πρόσωπα) ατημέλητος, ασυγύριστος 2. (για πράγματα) χωρίς επιμέλεια καμωμένος, αμελημένος 3. παθ. αυτός που δεν τον περιποιήθηκαν, που δεν έτυχε φιλοξενίας αρχ. μσν. ο ακατασκεύαστος …   Dictionary of Greek

  • ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος …   Dictionary of Greek

  • νεγκλιζέ — (άκλ. επίθ.) ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neglige, «παραμελημένος, ατημέλητος», μτχ. τού ρ. negliger] …   Dictionary of Greek

  • άσιαχτος — άσιαχτος, η, ο και άσαχτος, η, ο ακατασκεύαστος, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ακόμη άσιαχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”